- διοπτήριος
- -ια, -ιο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόπτευση*2. το ουδ. ως ουσ. το διοπτήριομικρή μεταλλική πλάκα με τρύπα που προσαρμόζεται στα τοπογραφικά όργανα και χρησιμεύει για τον προσδιορισμό τών σκοπευτικών γραμμών ή επιπέδων, διαστοχάστριο.
Dictionary of Greek. 2013.